- σκωριάζω
- σκωρ-ιάζω,A become dross, Zos.Alch. p.235 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωριάζω — Α [σκωρία] σκουριάζω … Dictionary of Greek
σκωριάσῃ — σκωριάζω become dross aor subj mid 2nd sg σκωριάζω become dross aor subj act 3rd sg σκωριάζω become dross fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωριῶν — σκωρία dross of metal fem gen pl σκωριάζω become dross fut part act masc voc sg σκωριάζω become dross fut part act neut nom/voc/acc sg σκωριάζω become dross fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουριάζω — Ν 1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα») 2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι 3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες» μτφ. παμπάλαιες… … Dictionary of Greek
σκωρίαση — η, Ν [σκωριάζω] 1. σκούριασμα 2. βοτ. α) κοινή ονομασία τών μυκήτων τής τάξης ουρεδενώδη β) περιληπτική ονομασία τών ασθενειών που προκαλούνται στα φυτά από μύκητες τής τάξης ουρεδενώδη και οι οποίες εμφανίζονται ως κίτρινα, πορτοκαλιά, καστανά ή … Dictionary of Greek